- κέρμα
- Αρχαίος οικισμός της Νουβίας, στα Ν του τρίτου καταρράκτη του Νείλου. Βρίσκεται στο σημερινό Σουδάν. Η ονομασία του στα αρχαία αιγυπτιακά ήταν Ivμπού Αμενεμχέτ, ενώ είναι επίσης γνωστός ως Κάρμα. Έπειτα από ανασκαφές που έγιναν στην περιοχή από το 1913 μέχρι το 1916 ήρθαν στο φως τα ερείπια ενός οικισμού της εποχής του Μέσου Βασιλείου καθώς και η νεκρόπολή του, όπου είχαν ενταφιαστεί τοπικοί άρχοντες μαζί με τους συγγενείς και τους δούλους τους. Σε έναν τάφο βρέθηκαν περίπου 400 νεκροί, καθώς επίσης πολυάριθμα αντικείμενα τέχνης και καθημερινής χρήσης, κυρίως αιγυπτιακής κατασκευής. To Κ. έχασε τη σημασία του και άρχισε να παρακμάζει μετά την κατάκτηση της Κους (Αιθιοπία) από τους Αιγυπτίους φαραώ (15ος αι. π.Χ.).
* * *το (Α κέρμα) [κείρω]νεοελλ.1. νόμισμα μικρής αξίας κατασκευασμένο συνήθως από μη πολύτιμο μέταλλο2. ναυτ. παλαιότερα, η σφαιρική οβίδα την οποία εκσφενδόνιζαν τα πυροβόλα που ήταν στημένα στο κατάστρωμα πλοίου3. (πυρην. φυσ.) η κινητική ενέργεια που μεταδίδεται από μη φορτισμένα σωματίδια σε φορτισμένα σωματίδια ανά μονάδα μάζαςαρχ.1. τεμάχιο, θραύσμα, κομμάτι, μέρος («τὰ κέρματα τοῡ ἡνωμένου ἡνωμένα», Δαμάσκ.)2. μικρό νόμισμα, συν. χάλκινο3. (περιληπτικά) χρήματα.
Dictionary of Greek. 2013.